νισάφι

νισάφι
το
(λ. τουρκ.), διάκριση, χάρη, έλεος, συγκράτηση: Όλη τη μέρα την περνάς στο καφενείο, νισάφι πια (συγκρατήσου, φτάνει πια).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νισάφι — και ινσάφι, το 1. έλεος, ευσπλαγχνία, χάρη 2. φρ. α) «κάνω νισάφι» φείδομαι, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι β) «νισάφι (πια)!» (χρησιμοποιείται ως έκφραση αγανάκτησης κάποιου, τού οποίου εξαντλήθηκαν η υπομονή και η αντοχή) φτάνει πια, ας δοθεί ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”